- ιδιόσπορος
- ἰδιόσπορος, -ον (Α)1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰδιόσποροςγη που σπείρεται από τον ιδιοκτήτη2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τἀ ἰδιόσπορακτήματα σπαρμένα από τον ιδιοκτήτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -σπορος (< σπόρος), πρβλ. βαθύ-σπορος, εύ-σπορος].
Dictionary of Greek. 2013.