ιδιόσπορος

ιδιόσπορος
ἰδιόσπορος, -ον (Α)
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰδιόσπορος
γη που σπείρεται από τον ιδιοκτήτη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τἀ ἰδιόσπορα
κτήματα σπαρμένα από τον ιδιοκτήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -σπορος (< σπόρος), πρβλ. βαθύ-σπορος, εύ-σπορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοσπορία — ἰδιοσπορία και εία, ἡ (Α) [ιδιόσπορος] σπορά γης από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη …   Dictionary of Greek

  • ιδιοσπορούμαι — ἰδιοσποροῡμαι, έομαι (Α) [ιδιόσπορος] (για κτήμα) σπέρνομαι από τον ιδιοκτήτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”